ακήρατος

ακήρατος
ἀκήρατος, -ον (Α)
1. άθικτος, ανέπαφος, ακέραιος
2. καθαρός, αγνός, ανόθευτος, άσπιλος, αμόλυντος, παρθενικός
3. ακούρευτος
4. αθέριστος
5. απαλλαγμένος από κάτι, απρόσβλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. *-κέρα-τος < ρίζα *κερα- (πρβλ. κερα-ΐζω, -κέρα-ιος). Η παραγωγή τής λ. από το ρ. κηραίνω (< κὴρ) «βλάπτω, καταστρέφω» (που θα δικαιολογούσε το η τής λ. ἀκήρατος) προσκρούει στο ότι το ρ. κηραίνω αποτελεί χρονικά μεταγενέστερο σχηματισμό, έτσι η μακρότητα (του η) στο ἀκήρατος (αντί *ἀκέρατος) θα πρέπει μάλλον να ερμηνευθεί είτε με τον βραχυντικό νόμο του Saussure -για την αποφυγή των πολλών αλλεπάλληλων βραχέων
είτε με ετυμολογική επίδραση τής λ. κὴρ (βλ. και ετυμολ. τού ἀκέραιος). Αν δεν δεχθούμε ότι η σημ. «καθαρός, αγνός, ανόθευτος» είναι προϊόν σημασιολογικής εξελίξεως τής αρχικής σημ. «άθικτος, ανέπαφος» με πιθανή αναλογική (παρετυμολογική) επίδραση του κεράννυμι μέσω των ἄκρατος / ἄκρητος, τότε θα πρέπει να αναγνωρίσουμε την ύπαρξη ενός άλλου ομόηχου τ. ἀκήρατος («ἀκήρατος ΙΙ») που θα παράγεται διαφορετικά, απευθείας δηλ. από το κεράννυμι (πρβλ. Λεξικό Liddell-Scott). Εδώ προτιμήθηκε η α' άποψη (Chantraine), έτσι γίνεται λόγος για έναν κοινό τ. ἀκήρατος (όπως και για ένα κοινό παράγωγο ἀκηράσιος). Τέλος, οι σημ. (3) και (4) οδήγησαν ορισμένους και στη διάκριση και ενός τρίτου, διαφορετικού τ. ακήρατος, παραγώγου τού ρ. κείρω «κουρεύω», διάκριση που δεν φαίνεται να γίνεται ευρύτερα αποδεκτή.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκηράσιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἀκήρατος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκήρατος — undefiled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μηδείς δ’ἄμωμος οὔδ’ ἀκήρατος. — См. Ни дерева без порока, ни коня без подтычки …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἀκηράτως — ἀκήρατος undefiled adverbial ἀκήρατος undefiled masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηρότατον — ἀκήρατος undefiled masc acc sg ἀκήρατος undefiled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκήρατον — ἀκήρατος undefiled masc/fem acc sg ἀκήρατος undefiled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηροτάτου — ἀκήρατος undefiled masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκηράτοις — Ἀκήρατος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηράτοις — ἀκήρατος undefiled masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκηράτοισι — Ἀκήρατος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”